Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Ένα τραγούδι για μια ματωμένη Πρωτομαγιά.

 Στις 27 Απριλίου 1944 , στους Μολάους της Λακωνίας, αντάρτες του ΕΑΜ έστησαν ενέδρα σε πομπή τεσσάρων γερμανικών αυτοκινήτων, σκοτώνοντας ένα Γερμανό στρατηγό, τους επιτελείς του και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς του. Τα αντίποινα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής ήταν σκληρότατα. Λίγες μέρες μετά, την πρωτομαγιά του 1944, οι Γερμανοί εκτελούν ομαδικά στο σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 Έλληνες ομήρους.
  Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του “Τότε που ζούσαμε” γράφει για την ομαδική αυτή εκτέλεση:
 «Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν… Ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ’ αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει.»
 Καθώς οι Έλληνες όμηροι οδηγούνταν από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου προς τον συνήθη τόπο εκτελέσεων στην Καισαριανή, κάποιοι από αυτούς κατάφεραν να πετάξουν από τα καμιόνια στο δρόμο χαρτάκια με σημειώματα. Δύο από αυτά βρέθηκαν και διασώθηκαν για να μας θυμίζουν την γενναιότητα και την αποφασιστικότητα εκείνων των ανθρώπων.
«Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος»
έγραφε το σημείωμα του Νίκου Μαριακάκη.
«Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτέ»
, έγραφε το σημείωμα του Μήτσου Ρεμπούτσικα.

 Δύο δεκαετίες αργότερα,το 1965, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε τους στίχους για το τραγούδι “Καισαριανή” που μελοποίησε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ο Λ. Παπαδόπουλος διηγείται σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 28 Μαϊου 2006:
«Καισαριανή. Τόπος εμβληματικός γιατί είναι μια γειτονιά της Αντίστασης, μια γειτονιά που οι Γερμανοί εκτελούσαν τους Έλληνες πατριώτες στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Έτσι, όταν λες Καισαριανή, το μυαλό σου πάει σε εκτελέσεις. Όπως και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, όταν λες για το Χαϊδάρι. Για το Χαϊδάρι υπάρχει η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος ήταν διερμηνέας και κληρώθηκε να σκοτωθεί. Οι Γερμανοί όμως επειδή τον είχαν ανάγκη τού είπαν “δεν θα σε σκοτώσουμε εσένα, θα βάλουμε κάποιον άλλον στη θέση σου”. Εκείνος αρνήθηκε. “Ή δεν θα βάλετε κανέναν ή θα βάλετε εμένα που κληρώθηκα” απάντησε. Και τον εκτέλεσαν. H Καισαριανή ήταν γεμάτη από τέτοιου είδους γεγονότα. Ένα από αυτά ήταν την Πρωτομαγιά του 1944: σκότωσαν 200 παλικάρια. Ανάμεσά τους ήταν ο αδερφός του Μανόλη Γλέζου, οΝίκος Γλέζος.
Εγώ την “Καισαριανή” όμως δεν την έγραψα για ένα-δύο συγκεκριμένα πρόσωπα αλλά για αυτό το μακέλεμα, για το ότι οι Γερμανοί πήγαιναν τα παιδιά και τα εκτελούσαν επειδή ήταν παιδιά της Αντίστασης. Και έγραψα αυτό το τραγούδι, το οποίο ακόμη και σήμερα τραγουδιέται. Το περίεργο είναι ότι εκείνο τον καιρό είχα κρίση σκωληκοειδίτιδας και είχα πάει να χειρουργηθώ. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες – επειδή κάθε εγχείρηση είναι ένα περίεργο πράγμα που σε φοβίζει, εφόσον σε κοιμίζουν και σε “ανοίγουν” – είχα την εντύπωση ότι θα πεθάνω. Με αυτή τη μυρωδιά του θανάτου πήγε η σκέψη μου στην Καισαριανή και έγραψα αυτό το τραγούδι».

Ακολουθούν, οι πλήρεις στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, αντί για στεφάνι για εκείνη την ματωμένη πρωτομαγιά του 1944:
Tο απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
Kάθ’ απομεσήμερο στο κρυφό μας στέκι
πίσω απ’ το μαγέρικο του Δεληβοριά.

Όλα μοιάζαν ουρανός
και ψωμί σπιτίσιο
Όλα μοιάζαν ουρανός
και γλυκό, γλυκό ψωμί.

Tάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια
που ’γιωμαν τ’ απόβραδο γλύκα πρωινή,
κι ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια
κάποιο Σαββατόβραδο στην Kαισαριανή.

Κι όλα γίναν κεραυνός
πελαγίσια αρμύρα
Κι όλα γίναν κεραυνός
και πικρό, πικρό ψωμί.

Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους
και μπογιές ‘τοιμάζαμε με σβηστή φωνή.
Τις βραδυές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους
πέφταμε και κράζαμε “κάτω οι Γερμανοί”.

Κι όλα ήταν ουρανός
και ψωμί σπιτίσιο.
Κι όλα ήταν ουρανός
και γλυκό ψωμί.

Σου ’δινα τα χρώματα, μου ’δινες τους τόνους
και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή
κάθε απομεσήμερο τρέχαμε στους δρόμους
τρέχαμε και γράφαμε “Έξω οι Γερμανοί”.
αναδημοσίευση από: http://afmarx.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου